-
1 στοιχειό
-
2 στοιχείο
[стихио] от. о. элемент, начало, основа, стихия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στοιχείο
-
3 στοιχειό
[сгихьё] ουσ. о. дух, привидение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στοιχειό
-
4 στοιχείο
[стихио] от. о. элемент, начало, основа, стихия. -
5 στοιχειό
[сгихьё] ουσ ο дух, привидение. -
6 στοιχείο
elementΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στοιχείο
-
7 σημαντικό στοιχείο
важен елементГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σημαντικό στοιχείο
-
8 στοιχειογραφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοιχειογραφέω
-
9 στοιχειοκράτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοιχειοκράτωρ
-
10 element
στοιχείο -
11 unsur
στοιχείο, όργανο -
12 element
στοιχείο -
13 элемент
-а α.1. στοιχείο (στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία: φωτιά, νερό, αέρας κλπ.).2. -ы πλθ. στοιχεία, βάσεις, αρχές•-ы наук στοιχεία επιστημών.
3. χημικό στοιχείο.4. μέρος του όλου. || εξάρτημα μηχανισμού κλπ.5. το χαρακτηριστικό.6. εκπρόσωπος κοινωνικός•прогрессивные -ы общества προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας•
вредные -ы βλαβερά (επιβλαβή) στοιχεία•
чуждые -ы ξένα στοιχεία.
7. άνθρωπος, πρόσωπο, άτομο•подозрительный ύποπτο στοιχείο.
8. χημική συσκευή•гальванический элемент γαλβανική στήλη•
сухой элемент στεγνό στοιχείο.
εκφρ.женский элемент – το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες•мужской элемент – το ανδρικό φύλο, οι άντρες. -
14 звено
1. (авт., мех) ο κρίκος, ο σύνδεσμος, η άρθρωση, το στοιχείο, η μονάδα. - без контрфорса (якорной цепи) - χωρίς στυλίσκο (αλύσεως της άγκυρας)ведомое - δευτερεύων -, οδηγούμενος -ведущее - το πρωτεύων στοιχείο, ο οδηγόςвертлюжное мех. - της στρέψης, το στριφτάρι- гусеницы - της ερπύστριας, το πέδιλοцепное - см. - цепи 2. хим. η μονάδαмономерное - μονομερική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звено
-
15 узел /
1. маш. το τμήμαη μονάδα, το συγκρότημα· * комплектующие - лы - τα από τα οποία αποτελείται ένα σύστημα ή το σύνολο μιας μηχανής2. (затянутая петля, место где связаны концы чего-л.) оκόμποςморской - (способ завязывания каната) ναυτικός - (τρόπος δέσεως σχοινιών)З. физ. о κόμβος4. (дорог, путей, рек ит.п.) о κόμβος, το σημείο διασταύρωσης(δρόμωνοδώνποταμών κ.λπ.)5. (сборочный) η υπομονάδα,το στοιχείοсварной - το ηλεκτρο(συγ)κολ-λημένο στοιχείο/σημείο6. (совокупностьсооружений, механизмов и т.п., расположенных в одном месте и связанных междусобой общностью назначения) το συγκρότημα 7. анат. το γάγγλι/οлимфатические-лы τα λεμφογάγγλια, ο λεμφαδένας8. бот. о ρόζος. II.(мера скорости судна, исчисляемая числом морских миль, пройденных в час) о κόμβος (1.852,2 χιλιόμετρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узел /
-
16 модуль
1. (абсолютная величина числа) о συντελεστής, το μέτρο του συσχετισμού 2. (элемент конструкции) το στοιχείο, ο συντελεστής κατασκευήςосновной косм. - το κύριο διαμέρισμα3. эл. το ηλεκτρικό στοιχείο - на керамической основе - σε κεραμική βάση, - полного сопротивления - της ολικής αντίστασης 4. (величина, характеризующая свойства материалов) το μέτρο, το όριο, ο συντελεστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуль
-
17 довод
-
18 стихия
-
19 шрифт
шрифт м τα στοιχεία; курсивный \шрифт το κυρτό στοιχείο* * *мτα στοιχείαкурси́вный шрифт — το κυρτό στοιχείο
-
20 элемент
элемент м в рази. знач. το στοιχείο; реакционные \элементы τα αντιδραστικά στοιχεία* * *в разн. значτο στοιχείοреакцио́нные элементы — τα αντιδραστικά στοιχεία
См. также в других словарях:
στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek
στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek
στοιχείο — το 1. συστατικό μέρος, καθένα από τα απλά μέρη από τα οποία αποτελείται ένα πράγμα: Έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία αυτής της υπόθεσης. – Βρήκε τα καλολογικά στοιχεία αυτού του ποιήματος. 2. απλό σώμα: Το οξυγόνο ανήκει στα αμέταλλα στοιχεία. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοιχειό — το υπερφυσικό ον, ξωτικό, δαιμονικό: Σε αυτό το σπίτι υπάρχει στοιχειό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιακό στοιχείο — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την άμεση μετατροπή της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας ή άλλης προέλευσης φωτεινής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια. Είναι ένα φωτοβολταϊκό στοιχείο, στο οποίο η επαφή των ημιαγωγών έχει επιφάνεια με μεγάλο… … Dictionary of Greek
γραμμικό στοιχείο — Αν θεωρηθεί μία διαφορική εξίσωση της μορφής: ψ’ = f (χ,ψ) | Τ (= τόπος) συνεχής (1) και υποτεθεί ότι ∀ (ξ, n) ∈ Τ περνά ακριβώς μία λύση της, τότε είναι φανερό ότι ∀ (χ,ψ) ∈ Τ ορίζεται από την (1) μία κλίση ψ = f (χ,ψ). Η τριάδα (χ,ψ, f (χ,ψ))… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
αντιμόνιο — Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος … Dictionary of Greek
κόππα — Στοιχείο του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου. Βρισκόταν ανάμεσα στο πι και στο ρο και αντιστοιχούσε με το φοινικοεβραϊκό κοφ και το λατινικό Q. Συμβολιζόταν με έναν κύκλο επάνω σε μια κάθετη γραμμή (|) και το χρησιμοποιούσαν, μαζί με το ομόφωνό του… … Dictionary of Greek
πρόθημα — Στοιχείο που προτάσσεται σε ένα όνομα ή σε ένα ρήμα και που η λειτουργία του είναι μορφολογική ή σημασιολογική. Στην αρχαία ελληνική, τυπικά π. είναι η αύξηση (ένδειξη των παρωχημένων ρηματικών χρόνων) και ο αναδιπλασιασμός (ένδειξη των ρηματικών … Dictionary of Greek